- δογματική
- Επιστήμη που εξετάζει συστηματικά τα δόγματα και τις βασικές αρχές της χριστιανικής πίστης. Ανάλογα με τις διάφορες χριστιανικές ομολογίες, διακρίνουμε τη δ. της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τη δ. της Καθολικής και τη δ. της προτεσταντικής. Η καθολική δ. προσέθεσε και διδασκαλίες στα παλιά και νέα δόγματα, ενώ η προτεσταντική έχει απορρίψει τελείως την ιερή παράδοση. Η ορθόδοξη δ. βασίζεται κυρίως στην Αγία Γραφή και στη διδασκαλία των Πατέρων, στοιχείο που ερμηνεύεται με βάση το γεγονός ότι η ορθοδοξία είναι Εκκλησία πιστή στην παράδοση. Το έργο της σύγχρονης ορθόδοξης δ. επικεντρώνεται κυρίως στην εμβάθυνση και στην έρευνα των δογμάτων που διατυπώθηκαν στις επτά οικουμενικές συνόδους, καθώς και στην προπαρασκευή για θεολογική έρευνα κάθε δόγματος που είναι ακόμα ακαθόριστο. Πατέρας της δ. και γενικά της θεολογικής επιστήμης θεωρείται ο Ωριγένης με το έργο του Περί αρχών, που αποτελείται από τέσσερα βιβλία. Άλλα αξιόλογα έργα δ. είναι το Λόγος κατηχητικός ο μέγας του Γρηγορίου Νύσσης και το έργο του Θεοδώρητου Θείων δογμάτων επιτομή. To σπουδαιότερο όμως έργο της αρχαίας δ. είναι το Έκδοση ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως του Ιωάννη Δαμασκηνού, που αναφέρεται στα δόγματα της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το έργο αυτό μεταφράστηκε και στα λατινικά και είχε μεγάλη επίδραση στη δυτική θεολογία. Μετά το σχίσμα των δύο Εκκλησιών, Ανατολικής και Δυτικής, η Ανατολική πολέμησε ανοιχτά τις λατινικές καινοτομίες, ενώ η Δυτική στράφηκε στη σχολαστική φιλοσοφία για να υπεραμυνθεί των απόψεών της. Έτσι, εμφανίστηκαν στη Δυτική Εκκλησία μεγάλοι δογματικοί θεολόγοι, ανάμεσα στους οποίους οι σπουδαιότεροι ήταν οι Άνσελμος, Βερνάρδος, Πέτρος Λομβαρδός και Θωμάς Ακινάτης.
* * *ηβλ. δογματικός.
Dictionary of Greek. 2013.